σύλλογος

σύλλογος
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος»)
2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» — το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα σχολείο όταν συνεδριάζει για να αποφασίσει για θέματα που έχουν καθοριστεί από την υπηρεσία
μσν.-αρχ.
σύναξη, συνάθροιση, συγκέντρωση (α. «τῶν Προφητῶν ὁ σύλλογος», Μηναί.
β. «ἔξωθεν δὲ με γάμοι τ' ἐλῶσι Θεσσαλῶν καὶ ξύλλογοι γυναικοπληθεῑς, Ευρ.
γ. «σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο», Ηρόδ.)
αρχ.
1. έκτακτη συνέλευση τού λαού στην αρχαία Αθήνα
2. στρατολογία, συγκέντρωση στρατιωτών
3. φρ. α) «σύλλογον ποιοῡμαι» — συλλέγω (Ηρόδ.)
β) «σύλλογον διαλύω» — λύω την συνέλευση (Ηρόδ.)
γ) «σύλλογος νεῶν» — στόλος (Ανδοκ.)
δ) «σύλλογος θεραπείας» — ιατρικό συμβούλιο (Ιπποκρ.)
ε) «σύλλογον ψυχῆς λαμβάνω» — συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύλλογος — assembly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύλλογος — ο 1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με ορισμένους σκοπούς: Ο μορφωτικός σύλλογος του χωριού μας ανέπτυξε πλούσια δράση. 2. «σύλλογος καθηγητών», το σύνολο των καθηγητών που υπηρετούν σ ένα γυμνάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως — Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με …   Dictionary of Greek

  • ξύλλογος — σύλλογος , σύλλογος assembly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαιδρυνταί — Σύλλογος ιερέων στην Ολυμπία. Κατάγονταν από τον Αθηναίο γλύπτη Φειδία, που κατασκεύασε το εκεί άγαλμα του Ολύμπιου Δία. Σε αυτούς είχε ανατεθεί το καθήκον του καθαρισμού του αγάλματος του θεού και η προσφορά, μετά από αυτό, θυσίας στην Εργάνη… …   Dictionary of Greek

  • συλλόγοις — σύλλογος assembly masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλόγου — σύλλογος assembly masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλόγους — σύλλογος assembly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλόγων — σύλλογος assembly masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”